ασπιρίνη

ασπιρίνη
aspirine

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ασπιρίνη — Αντιπυρετικό, αναλγητικό και αντιρρευματικό φάρμακο δοκιμασμένης αποτελεσματικότητας, που προσφέρεται στην κοινή καθημερινή χρήση. Είναι το ακετυλιωμένο παράγωγο του σαλικυλικού οξέος σε μορφή λεπτής κρυσταλλικής σκόνης, λίγο διαλυτής στο νερό.… …   Dictionary of Greek

  • ασπιρίνη — η (λ. γερμ.), φάρμακο αντιπυρετικό και αντινευραλγικό που χρησιμοποιείται πολύ πλατιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναλγητικά — Φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη συμπτωματική αντιμετώπιση του άλγους, δηλαδή του πόνου. Τα α. είναι διαφόρων κατηγοριών. Τα ειδικά α. είναι φάρμακα που με τις ενέργειές τους είτε εμποδίζουν τις αλγογόνες ουσίες να ερεθίσουν τις νευρικές… …   Dictionary of Greek

  • κατεβάζω — κατεβάζω, κατέβασα, κατεβασμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: κατεβάζω – κατεβαίνω : από άποψη σημασίας, το κατεβαίνω χρησιμοποιείται και ως παθητικό του κατεβάζω, π.χ. η ασπιρίνη τού κατέβασε τον πυρετό – ο πυρετός του κατέβηκε με την ασπιρίνη …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κατεβαίνω — κατεβαίνω, κατέβηκα, κατεβασμένος βλ. πίν. 92 Σημειώσεις: κατεβάζω – κατεβαίνω : από άποψη σημασίας, το κατεβαίνω χρησιμοποιείται και ως παθητικό του κατεβάζω, π.χ. η ασπιρίνη τού κατέβασε τον πυρετό – ο πυρετός του κατέβηκε με την ασπιρίνη …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… …   Dictionary of Greek

  • σαλοξίνη — η, Ν (φαρμ.) φαρμακευτικό παρασκεύασμα που μοιάζει ως προς την σύσταση και τις ιδιότητες με την ασπιρίνη …   Dictionary of Greek

  • ακετυλοσαλικυλικό οξύ — Χημική ένωση του τύπου C6H4(OCOCH3)COOH που παρασκευάζεται με ακετυλίωση –εισαγωγή στο μόριο μιας οργανικής ένωσης ενός ή περισσότερων ακετυλίων που αντικαθιστούν ισάριθμα άτομα υδρογόνου– του σαλικυλικού οξέος με οξικό ανυδρίτη (CΗ3CO)2O.… …   Dictionary of Greek

  • ερυθηματώδης συστηματικός λύκος — Πάθηση του ανοσοποιητικού συστήματος, η οποία προσβάλλει άλλα συστήματα του οργανισμού. Στο αίμα του πάσχοντος ανιχνεύονται αντισώματα εναντίον του ίδιου του σώματος (αυτοάνοση). Πέρα από τα γενικά συμπτώματα πυρετού, κόπωσης και απώλειας βάρους …   Dictionary of Greek

  • οξικό οξύ — Άχρωμο υγρό έντονης οσμής, του οποίου το μόριο αποτελείται από δύο άτομα άνθρακα τέσσερα υδρογόνου και δύο οξυγόνου (χημικός τύπος CH3COOH). Βρίσκεται σε χαμηλό ποσοστό (5 8%) στο ξίδι οικιακής χρήσης και έχει ευρεία βιομηχανική εφαρμογή στις… …   Dictionary of Greek

  • σαλικυλικό οξύ — Οργανική ένωση του τύπου C7H6O3 είναι ένα αρωματικό οξυοξύ, που μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο του βενζόλιου με αντικατάσταση δύο γειτονικών ατόμων υδρογόνου, με ένα καρβοξύλιο ( COOH) και ένα υδροξύλιο ( OH). Περιέχεται σε ποικίλες ποσότητες σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”